ρημαχτής

ρημαχτής
ο, Ν [ρημάζω]
1. (για πρόσ.) αυτός που ρημάζει, ο καταστροφέας
2. (ως επίθ. βίαιου ανέμου) θυελλώδης («βοριάς ο ρημαχτής»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”